Τα βιβλία του Γιάννη Ξανθούλη έχουν ιστορίες που θα έχεις να αφηγείσαι για χρόνια…
Ύστερα από 35 χρόνια σπουδαίας πορείας στην ελληνική λογοτεχνία, ο Γιάννης Ξανθούλης βραβεύτηκε για 1η φορά, για το μυθιστόρημά του «Την Κυριακή έχουμε Γάμο», στη μεγάλη κατηγορία της ελληνικής λογοτεχνίας των Βραβείων Βιβλίου Public. Το βραβείο προέκυψε μετά από ψηφοφορία 110.000 αναγνωστών και 235.000 ψήφων, κάτι που δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία τόσο στο βιβλίο όσο και στους μοναδικούς ήρωες αυτού του απίστευτου λογοτεχνικού road-trip.

ΞανθούληςΤο βραβείο παρέλαβε εκ μέρους του συγγραφέα ο εκδότης της Διόπτρα Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά για τον Γιάννη Ξανθούλη: «Φέτος συμπληρώνει 35 χρόνια στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή και όλοι θα συμφωνήσουμε ότι έχει παίξει σπουδαίο ρόλο. Με πωλήσεις που υπερβαίνουν το 1,5 εκατομμύρια αντίτυπα και βιβλία θρύλους, για τα οποία οι αναγνώστες περίμεναν στην ουρά να τα αγοράσουν την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας τους. Την Κυριακή έχουμε Γάμο μας είπε και μας ταξίδεψε με τον δικό του τρόπο, που δεν μοιάζει με κανέναν, σε νοσταλγικές δεκαετίες και σε μέρη της Ελλάδας που τώρα τα γνωρίσαμε πραγματικά. Αν ήταν εδώ θα ήθελε να σας μεταφέρει την αγάπη του στους αναγνώστες που τον ακολουθούν τόσα χρόνια σ’ αυτό το μοναχικό ταξίδι της συγγραφής». ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει τον ρόλο που παίζουν τα βιβλιοπωλεία, μεγάλα και μικρά, στο να κρατούν στη ζωή μας το μέγιστο αγαθό που είναι το καλό βιβλίο.

Ο ίδιος ο συγγραφέας έδωσε και το δικό του μήνυμα για την βράβευση του:
Η αναγνώριση του έργου ενός συγγραφέα είναι πάντα μια βιταμινούχος διάκριση. Ένα βραβείο αναγνωστών έχει από μόνο του μία συγκινητική αθωότητα, που υποστηρίζει ηθικά τον συγγραφέα.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Την Κυριακή έχουμε γάμο»:
«Τον Ορέστη Μακρή… μήπως τον έχετε συγγενή;» ρώτησε για να πει κάτι η φλύαρη μάνα του χειρουργημένου, αφού εξάντλησε με τον γιο της τον λίβελο για τη Σαλονίκη.
«Θείος μου…» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Ιορδάνης.
Μόνο που δεν υπολόγισε καλά, γιατί η απάντησή του πυροδότησε τη γλώσσα της Δραμινής, που άρχισε να λέει πόσες φορές είδε την ταινία Ο μεθύστακας και πόσο πολύ έκλαιγε και διάφορα άλλα που αφορούσαν την τάση της προς τον θρήνο.
«Σας αρέσουν τα βουβάλια;» τη διέκοψε το παιδί, γιατί ακριβώς πάνω στον ύμνο του Μεθύστακα το τρένο περνούσε από έναν υγρότοπο όπου έβοσκε μια μεγάλη αγέλη νεροβούβαλων. Η γυναίκα μπερδεύτηκε και το βούλωσε. Είχε επιστρέψει και ο σύζυγος βρομοκοπώντας καπνό, βαρύς κι ασήκωτος, οπότε ξανάπιασαν το θέμα Σαλονίκη, παραπονούμενοι ότι στην επαρχία οι γιατροί κάνουν λάθος διαγνώσεις, με κίνδυνο να χαθούν ζωές, οράσεις, ακοές και λεφτά. Τέλος, αποφάνθηκε: «Κρίμα που η Δράμα είναι τόσο μακριά από την Αμερική…» Κι επιτέλους το βούλωσε, νανουρισμένη μάλλον από το κούνα κούνα του τρένου, που μόλις είχε αφήσει πίσω του το Σιδηρόκαστρο και τραβούσε προς τις Σέρρες.
Η Άννα, λες κι ανησύχησε από την ξαφνική βουβαμάρα των συνταξιδιωτών, άνοιξε τα μάτια της.
«Δεν είναι ανάγκη να πούμε στη γιαγιά σου ότι πήγαμε στο μέντιουμ. Σύμφωνοι;» ψιθύρισε στον Ιορδάνη, που κοίταζε αφηρημένος έξω δάση με λεύκες και απέραντους κάμπους, κατακίτρινους από τα θερισμένα στάχυα.
Το παιδί συμφώνησε, ενθουσιασμένο που θα μοιραζόταν με τη μάνα του ένα τέτοιο μυστικό. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο κουπέ τους ο ελεγκτής, για να τρυπήσει τα εισιτήρια όσων θα κατέβαιναν στον σταθμό των Σερρών.
«Εμείς πηγαίνουμε για Δράμα…»
«Εμείς για Αλεξανδρούπολη…» Η Άννα έδωσε τα εισιτήριά τους στον μελαχρινό ελεγκτή με το μουστακάκι σαν πονηρή περισπωμένη πάνω από τα μπλαβά χείλη του.
«Ο μικρός δικός σας;»
Ο ελεγκτής ανήκε στη συνομοταξία των μερακλήδων, που, από τη φύση τους, ρίχνουν χαμόγελα με υπονοούμενα. Η Άννα έγνεψε καταφατικά. Τότε πετάχτηκε ο γιος της Δραμινής, λες και το ’χε από ώρα έγνοια, για να διευκρινίσει πως στο κουπέ δεν βρίσκονταν πέντε αλλά έξι άτομα.
«Πέντε μαζί με το παιδί είμαστε, πασά μου…» ανησύχησε η μητέρα του νεαρού. «Καταλαβαίνετε, τον μπερδεύουν οι φωνές από τον διάδρομο, κύριε ελεγκτά. Είναι χειρουργημένος στα μάτια».
Ο ελεγκτής πήρε ύφος κατανόησης.
«Δεν ήταν από τον διάδρομο… Άλλο ο διάδρομος. Μαζί μας ταξίδευε κι ένας κύριος, από τη φωνή ακουγόταν ηλικιωμένος…» επέμεινε ο Δραμινός γιος.
«Μη χειρότερα…» Η Δραμινή κοίταξε απελπισμένη την Άννα, κάνοντας τον σταυρό της.
«Τέλος πάντων, αν επιστρέψει ο κύριος… θα δούμε τι θα κάνουμε. Όπως και να ’ναι, πριν από τις Σέρρες δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να κατεβεί», είπε ο ελεγκτής, χαρίζοντας ένα συνωμοτικό χαμόγελο στην Άννα, που ξαφνικά έδειξε ν’ ανησυχεί.
«Εσύ, αγόρι μου, είδες κανέναν άλλον εκτός από μας;» ρώτησε τον Ιορδάνη ο Δραμινός πατέρας, με φωνή κοράκου από την τσιγαρίλα.
«Τα βουβάλια…» ξαναπετάχτηκε ο γιος. «Τον άκουσα που σε ρώτησε αν σου αρέσουν τα βουβάλια, μαμά».
«Παράκουσες, παιδάκι μου. Ο μικρός νομίζω πως ρώτησε κάτι τέτοιο. Και με αυτόν τον θόρυβο… Δεν κλείνει καλά και η πόρτα. Τι να πω;…»
«Είπες τίποτα για βουβάλια;» Η Άννα ήθελε να μάθει.
«Περάσαμε αγέλες με βουβάλια μαύρα, με μεγάλα κέρατα. Κολυμπούσαν στα νερά… Γιατί;»
Η Άννα ξεροκατάπιε, αποφεύγοντας να δώσει συνέχεια. Αλλά εκείνος ο «ηλικιωμένος» κι αόρατος κύριος της παρέας σαν να μην της κάθισε καλά. Δεν ήθελε όμως να τσιγκλίσει τη φαντασία του Ιορδάνη, οπότε σώπασε.

Λίγα λόγια για τον Γιάννη Ξανθούλη:
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε βιβλία και θεατρικά έργα για παιδιά, καθώς και θέατρο. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος (είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ) σε εφημερίδες και στο ραδιόφωνο. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα (1984), Το πεθαμένο λικέρ (1987), Το ροζ που δεν ξέχασα (1991), Η εποχή των καφέδων (1992), Οικογένεια Μπες-Βγες (1994), Το τρένο με τις φράουλες (1996), …Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες (1998), Ο Τούρκος στον κήπο (2001), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2003), Ο θείος Τάκης (2005), Του φιδιού το γάλα (2007), Κωνσταντινούπολη – των ασεβών μου φόβων (2008), Δεσποινίς Πελαγία (2010), Ο γιος του δάσκαλου (2012) και Την Κυριακή έχουμε γάμο (2015). Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ζει στην Αθήνα.