Άρθρο του Νίκου Τσολακίδη για το thraki Νεα

Είδε τον κόσμο γύρω του ν’ αλλάζει και να γίνεται καλύτερος και ήταν η χαρά του μεγάλη κι ας μην ήταν η Αλλαγή στη δική του ζωή σημαντική, του έφτανε η προσδοκία για το αγαθό, για το κοινό όφελος, για το συμφέρον των πολλών. Ένιωσε περηφάνια που είδε τον τόπο του να σηκώνεται λίγο ψηλότερα, φίλους και γνωστούς να καταξιώνονται να ανεβαίνουν και την κοινωνία να καλυτερεύει και ήταν αυτή η ανταμοιβή του, η ελπίδα για ένα αύριο αλλιώτικο που ξημερώνει.
Για εκείνον ήταν χρέος και τιμή η συμμετοχή στο όραμα και τα όνειρο της Ελλάδας που δυναμώνει, εκσυγχρονίζεται, τραβάει μπροστά. Πληγώθηκε από συμπεριφορές και απρέπειες ‘’συντρόφων’’, που η εξουσία τους μετάλλαξε και τους διέφθειρε , μα το έκρυψε και δεν έδωσε συνέχεια, γιατί ήταν ασήμαντοι και δεν μπορούσαν να νοθεύσουν μήτε την ψυχή, μήτε τη σκέψη του.
Είδε τους άξιους να χάνονται νωρίς και τους ικανούς να λιγοστεύουν. Είδε ανθρώπους που νόμιζε σπουδαίους να γίνονται μικροί προδομένοι από τα πάθη του καιροσκοπισμού και της απληστίας, μα τους προσπέρασε. Στον καγχασμό του πονηρού τσιλιαδόρου πολιτευτή, που νόμισε πως τον ξεγέλασε δεν αντιγύρισε το λόγο, γιατί δεν άξιζε. Σε όσους λογάριασαν την υπομονή και τη σιωπή του για κουταμάρα, δεν απάντησε.
Σήκωσε το δικό του μερτικό στο ζυγό της ευθύνης μιας ολόκληρης ιδέας που άλλαξε τον τόπο, αγόγγυστα, δίχως να ζητήσει ανταλλάγματα κι ας τον νόμισαν κουτό κουβαλητή. Σπιθαμή δεν έκαμε πίσω από αρχές και αξίες που άλλοι ξεπουλούσαν με την οκά στο παζάρι της συναλλαγής, για μια θέση, για ένα έδρανο, για το αδειανό εσώψυχό τους και το βραχύ ανάστημα που αποτίμησαν ακριβά.
Είδε να λεηλατούν τους θεσμούς και τα πιστεύω που με κόπο ανάστησε δεκαετίες, μα δε λύγισε. Βίωσε μέσα του τη μοναξιά, ένας μαζί με πολλούς, ως που πότισε την καρδιά και χάραξε το πρόσωπο του η οργή του διψασμένου όχλου.
Είδε να ξεφτιλίζουν στο γιουσουρούμ της πολιτικής ανυπαρξίας, σαν μπρελόκ και κομποσκοίνια, χαϊμαλιά και καθρεφτάκια, τα ιερά εικονίσματα και τα σύμβολα των αγώνων μιας ολόκληρης εποχής οι θλιβεροί κληρονόμοι, μα δε δείλιασε, γιατί την αλήθεια την κατάκτησε και κανένας ανάξιος επίγονος δεν μπορεί να την αλλάξει.
Τον έβρισαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν στην αγορά των στημένων λαϊκών δικαστηρίων, όπου είχαν εργολαβία οι δικολάβοι της δημαγωγίας και τυχοδιώκτες της εξουσίας, μα δεν τον τσάκισαν, δεν μόλυναν την καθάρια συνείδησή του. Στης δικής του καρτερικότητας το οξυγόνο ανέπνευσε η πατρίδα, στης δικής του υπομονής τη βαριά ανάσα λουφάζουν πολιτικά αθύρματα και καταφερτζήδες ξύλινοι και κούφιοι.
Ότι έκαμε αυτός, σωστό, λάθος, στο διάβα της ζωής του, δεν το ‘καμε για πέντε αργυρώνητα ανδρείκελα και μια ντουζίνα ξεπουλημένους αχάριστους, το κάμε γιατί το πίστευε, γιατί αισθανόταν το χρέος κάθε χρήσιμου ενεργού αφανούς πολίτη, για τους συνανθρώπους του και τη δημοκρατία. Γιατί οι πολλοί είναι που κάνουν τα γρανάζια της ιστορίας να γυρίζουν και όχι οι λιγοστοί, οι ελάχιστοι.
Γιατί αυτός τον σοσιαλισμό δεν τον εμέτρησε με ξέχειλα κομματικά παγκάρια, με ακριβή ζωή και ξέφρενα βράδια, τον ζύγισε με το κοινωνικό συμβόλαιο του λαού, με το ΕΣΥ, με το εμείς, με τον μόχθο τον καθημερινό που δίνει η χαρά της δημιουργίας. Είχε και έχει λίγα και δεν ήταν απ’ όσο θυμάται χορτάτος ποτέ, μα το έχει καμάρι, πως νηστικός για αξιώματα και ματαιότητα δεν υπήρξε και τα μάγια τα ψεύτικα που δίνουν οι καθέδρες δεν τα ζήλεψε κι αυτό είναι που τον ξεχωρίζει από τα λεφούσια των ακριδών της καρέκλας.
Κι αν τώρα του πληρώνουν τον κόπο ετούτο της αντοχής και της ανιδιοτέλειας με σάλια, μισόλογα και πρόχειρες ψευτιές του δρόμου, αυτός δεν τους το ζήτησε. Μη θαρρείς πως έχει πίκρα μέσα του, δράμι, μόνο που του είναι δύσκολο, πως όλοι εκείνοι που χρόνια τώρα πίστευαν πως τον γελάσανε, δεν μπορούν να τον δούνε κατάματα και το ‘χει παράπονο. Γιατί είναι κρίμα που κάποτε πίστεψε πως ήταν κάποιοι , μα του βγήκαν λειψοί.

Ο Νίκος Τσολακίδης είναι πρώην μέλος της πολιτικής επιτροπής του ΚΙΝΑΛ