Σε δελτίο Τύπου η ύπατη αρμοστεία αναφέρει: Η Ύπατη Αρμοστεία ανησυχεί για τις αναφορές για άτυπες αναγκαστικές επιστροφές και απευθύνει έκκληση για την προστασία προσφύγων και αιτούντων άσυλο
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) εξακολουθεί να είναι βαθιά ανήσυχη εξαιτίας του αυξανόμενου αριθμού αξιόπιστων αναφορών που καταδεικνύουν ότι άνδρες, γυναίκες και παιδιά μπορεί να έχουν επιστραφεί άτυπα στην Τουρκία αμέσως μετά την άφιξή τους σε ελληνικό έδαφος ή σε ελληνικά χωρικά ύδατα τους τελευταίους μήνες.
Η Ύπατη Αρμοστεία υπογραμμίζει την έκκλησή της προς την Ελλάδα να απέχει από τέτοιου είδους πρακτικές και να διερευνήσει με σοβαρότητα τις αναφορές αυτές, που περιλαμβάνουν μια σειρά από αξιόπιστες και άμεσες μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί από το γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα και για τις οποίες έχουν ενημερωθεί οι αρμόδιες αρχές. Δεδομένης της φύσης, του περιεχομένου, της συχνότητας και της συνεκτικότητας των αναφορών αυτών, πρέπει να διενεργηθεί άμεσα κατάλληλη έρευνα χωρίς καμία άλλη καθυστέρηση.

Η Ύπατη Αρμοστεία σέβεται πλήρως το νόμιμο δικαίωμα των κρατών να ελέγχουν τα σύνορά τους και αναγνωρίζει τις προκλήσεις που προκύπτουν από τις μεικτές μεταναστευτικές μετακινήσεις στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Ωστόσο, τα κράτη πρέπει να εγγυώνται και να διασφαλίζουν τα δικαιώματα όσων αναζητούν διεθνή προστασία σύμφωνα με το εθνικό, το Ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να εξεταστεί η προσωπική του περίπτωση και να εκτιμηθούν οι ανάγκες του για προστασία.

«Η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός έχουν επιδείξει τεράστια αλληλεγγύη και συμπόνοια σε χιλιάδες πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που έχουν αναζητήσει ασφάλεια στη χώρα αυτή από το 2015», δήλωσε ο Philippe Leclerc, Αντιπρόσωπος του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα. «Έκτοτε, ο αριθμός των αφίξεων έχει μειωθεί σημαντικά αλλά υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που συνεχίζουν να αναζητούν προστασία και άσυλο στην Ελλάδα και την Ευρώπη», πρόσθεσε.

«Η διαφύλαξη των συνόρων της Ελλάδας και η προστασία των προσφύγων δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Και τα δύο μπορούν και πρέπει να γίνουν. Δεν πρόκειται για δίλημμα αλλά για μια ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί», τόνισε ο κ. Leclerc. «Διαφορετικά, οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ ευρύτερες και καταστροφικές: για τους ανθρώπους των οποίων η ζωή και η ασφάλεια μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο, για την τήρηση των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς και Ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς και για τα ευρέως αναγνωρισμένα πρότυπα και τις αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μπορεί να υπονομευθούν ανεπανόρθωτα», πρόσθεσε.

Η Ύπατη Αρμοστεία ανησυχεί ιδιαίτερα για τον αυξανόμενο αριθμό των αναφορών, από τον Μάρτιο του 2020, για φερόμενες άτυπες επιστροφές μέσω θαλάσσης ανθρώπων οι οποίοι, σύμφωνα με δικές τους μαρτυρίες ή τρίτων προσώπων, αποβιβάστηκαν σε ελληνικές ακτές και κατόπιν οδηγήθηκαν πίσω στη θάλασσα. Ανησυχία προκαλούν επίσης αναφορές και μαρτυρίες που έχει λάβει το Γραφείο σχετικά με ανθρώπους να εγκαταλείπονται στα ανοιχτά, σε βάρκες οι οποίες συχνά είναι μη αξιόπλοες και υπερπλήρεις, για πολλές ώρες προτού διασωθούν.

Η Ύπατη Αρμοστεία έχει επίσης απευθύνει έκκληση για τη λήψη περαιτέρω προληπτικών μέτρων ενάντια σε αυτές τις πρακτικές, για ξεκάθαρους κανόνες όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθείται στα σύνορα και για εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, μέσω και της ενδυνάμωσης του ρόλου του Συνηγόρου του Πολίτη.

Η προστασία της ανθρώπινης ζωής οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα, και στην ξηρά και στη θάλασσα. Η Ύπατη Αρμοστεία αναγνωρίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη πρώτης γραμμής όπως η Ελλάδα και καλεί τα κράτη μέλη της Ε.Ε. να επιδείξουν την αλληλεγγύη τους προς την Ελλάδα, ιδιαίτερα μέσω της μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο.

Μπορούν να επιτευχθούν λύσεις μέσω της καταπολέμησης της διακίνησης, της διεύρυνσης των νομικών επιλογών για τη μετανάστευση και της διασφάλισης ότι όλοι όσοι χρήζουν προστασίας θα μπορούν να έχουν αποτελεσματική πρόσβαση σε αυτή. Παράλληλα, η επιστροφή όσων διαπιστώνεται ότι δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατόπιν επίσημης εκτίμησης των αναγκών τους, συνιστά εξίσου κομμάτι της αποτελεσματικής διαχείρισης της μετανάστευσης και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με συνέπεια, καθώς και να υποστηρίζεται.

Το δικαίωμα του να αναζητάει κάποιος άσυλο είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Μέσα από συντονισμένες προσπάθειες και συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών και της Ε.Ε., μπορεί να επιτευχθεί και η διαχείριση των συνόρων και να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα προστασίας των προσφύγων.