Δεν θέλω να πιστέψω ότι υπάρχει άνθρωπος ο οποίος δεν έχει συγκλονιστεί απ’ όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη. Πόλεμος, ορφάνια, φτώχεια, καταστροφή. Χώρες καταστρέφονται, όπως έχουν καταστραφεί δεκάδες και δυστυχώς θα συνεχίσουν να καταστρέφονται.
Αυτός ο πόλεμος όμως, έχει πολλά διαφορετικά σημεία από τους πρόσφατους πολέμους που μας συντάραξαν. Ακόμη και από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας , παρ’ ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές ήταν έστω και τυπικά κάποτε ένα κράτος.

Οι Έλληνες για ακόμη μία φορά – όπως κάνουν από την αρχαιότητα – καλούνται να δείξουν το φιλόξενο πρόσωπό τους. Οι πρώτοι πρόσφυγες από την Ουκρανία έφτασαν όπως μπορούσαν. Και έφτασαν στην πατρίδα μας, είτε γιατί έχουν συγγενείς εδώ, είτε γιατί ελπίζουν ότι θα βρουν κάπου να σταθούν, είτε γιατί γνωρίζουν τη χώρα μας από κάποιες καλοκαιρινές διακοπές. Οι ίδιοι ξέρουν και κανείς δεν μπορεί να μπει στη σκέψη τους. Κυρίως κανείς δε θέλει να μπει στη θέση τους.

Τις τελευταίες μέρες, έχει ανοίξει η συζήτηση για την φιλοξενία Ουκρανών προσφύγων στη χώρα μας και ειδικά στη Θράκη.
Το επιχείρημα μοιάζει αυτονόητο. Είναι πάνω απ’ όλα Χριστιανοί ορθόδοξοι όπως κι εμείς. Κάποιοι μιλούν ακόμη και για πλήρη ενσωμάτωσή τους σχετικά γρήγορα. Ευτυχώς, δεν έχω διαβάσει κάπου και για πλήρη εξελληνισμό τους.
Περιττό να πω, ότι συντάσσομαι με τη συγκεκριμένη άποψη, την υποστηρίζω και θα την υπηρετήσω με κάθε τρόπο. Θέλω να ελπίζω ότι ορισμένοι θα θυμούνται ακόμη την πρόταση που κατέθεσα τον Ιούλιο του 2018 για την ανάγκη υλοποίησης ενός σοβαρού και απόλυτο σχεδίου για την εγκατάσταση αυστηρά περιορισμένου αριθμού οικογενειών από πρόσφυγες εκείνου του διαστήματος σε οικισμούς, αλλά και σε περιοχές με αστική ανάπτυξη στον Έβρο.
Σας διαβεβαιώνω – όπως με διαβεβαίωσαν κι εμένα – ότι το σχέδιο έφτασε σε ένα καλό σημείο, αλλά εγκαταλείφθηκε πριν περάσει στη δεύτερη φάση του. Έρχονταν οι εκλογές, δε υπήρχε ενδιαφέρον από την τότε κυβέρνηση ή δεν βρέθηκαν πρόσφυγες; Δεν μπορώ να γνωρίζω, αν και εικάζω ότι απορρίφθηκε από υπουργό που θεώρησε ότι δεν θα ήταν διαχειρίσιμο.

Το πως χειριστήκαμε τις καταστάσεις στο παρελθόν έχει τη σημασία του. Είτε ενισχύσαμε πληθυσμιακά τη Θράκη, είτε αποτύχαμε.

Η αλήθεια πάντως είναι ότι η Θράκη ενισχύθηκε όταν αναπτύχθηκε το ΔΠΘ με τη δημιουργία πολλών σχολών στις 4 πόλεις και περίπου την ίδια εποχή, όταν ξεκίνησε η σταδιακή εγκατάσταση Ποντίων από πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης.
Πλέον 30 χρόνια μετά, η ιστορία δικαιώνει τους εμπνευστές της εγκατάστασης Ποντίων, με την βασική υποσημείωση ότι πολλοί έγιναν ξανά μετανάστες για να βρουν καλύτερη τύχη, σε χώρες όπως η Γερμανία, αλλά κι ότι σε περιοχές όπου ο Ελληνισμός διατηρήθηκε για χιλιάδες χρόνια έσβησε.

Στην Ουκρανία, όπως ευτυχώς και σε πολλές ακόμη χώρες της Μαύρης Θάλασσας κατοικούν χιλιάδες Έλληνες. Σε πολλές το δηλώνουν ανοιχτά, σε άλλες κάνουν απλή αναφορα, σε άλλες προσπαθούν να κρατήσουν τη γλώσσα (και τη θρησκεία), κόντρα στους μεικτούς γάμους και σε όσα δεινά έφεραν τα χρόνια και δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε.

Είναι δεδομένο, ότι με τον πόλεμο στην Ουκρανία, πολλοί θα αναζητήσουν καταφύγιο στη μητέρα πατρίδα. Μαζί με τους Ουκρανούς θα βρεθούν στη χώρα μας και Έλληνες της Ουκρανίας. Ίσως ο συνδετικός κρίκος για την καλύτερη ζωή των κατατρεγμένων ομοθρήσκων μας.
Με βάση τα παραπάνω, έχει ξεκινήσει μία συζήτηση για φιλοξενία προσφύγων στη Θράκη. Τολμούν δε κάποιοι να μιλούν για εγκατάσταση κι όχι απλά για φιλοξενία. Σε μία εποχή που η Θράκη βράζει για τις λάθος επιλογές της κυβέρνησης στο μεταναστευτικό, υπάρχει μία ελπίδα, ότι ένα βήμα μπορεί να γίνει και να τονώσει την περιοχή μας.
Αν γίνουν οι κινήσεις σωστά, χωρίς τους “προσωρινούς παράγοντες” να πλειοδοτούν για το σε ποια περιοχή πρέπει να εγκατασταθούν οι Χριστιανικοί πληθυσμοί, θα καταφέρουμε και την περιοχή να ενισχύσουμε πληθυσμιακά και στους πρόσφυγες να εξασφαλίσουμε αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης.
Ήδη οι πρώτες προτάσεις για προσφορά εργασίας έχουν κατατεθεί.

Οι δήμαρχοι, η περιφέρεια αλλά και οι επαγγελματικοί φορείς οφείλουν να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες προσκλήσεις διασφαλίζοντας και θέσεις εργασίας και διαμονής.
Και πιστέψτε με, υπάρχουν θέσεις εργασίας σε πολλές επιχειρήσεις και σχολεία για τα παιδιά. Κυρίως υπάρχουν η δυνατότητα ενεργοποίησης του μηχανισμού της οδηγίας περί προσωρινής προστασίας των εκτοπισμένων ατόμων και ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδοτήσεων.
Αν δε η φιλοξενία αφορά σε περιοχές που έχουν πρόβλημα οικονομικής ανάπτυξης, τα πραγματικά οφέλη θα είναι ακόμη περισσότερα.

Οφείλουμε να δράσουμε αν θέλουμε να προσφέρουμε κάτι παραπάνω από μία στιγμιαία ανθρωπιστική βοήθεια και λόγια παρηγοριάς.
Και το οφείλουμε όλοι, όποια θέση κι αν κατέχουμε. Είτε είμαστε πολίτες, είτε εκλεγμένοι, είτε ισόβιοι υπηρέτες του λαού.

Γιάννης Τομαδάκης