Του Γιάννη Λασκαράκη, από την εφημερίδα «Η Γνώμη»
Κάθε φορά που «φουσκώνει» ο Έβρος, συγκαλούνται συσκέψεις των «αρμόδιων» για το

ζήτημα των πλημμυρών. Όπως πάντα όμως, έτσι και φέτος στις συσκέψεις αυτές υπερτερούν συντριπτικά οι πολιτικοί και οι συνδικαλιστές, οι οποίοι ελάχιστες γνώσεις, πέρα από εμπειρικές, διαθέτουν για το αντικείμενο των πλημμυρικών φαινομένων .

Το Δεκέμβριο του 2013, τον Ιανουάριο του 2012, το Φεβρουάριο του 2010, το Νοέμβριο του 2007, το Μάρτιο του 2006, για να μην πάμε παλαιότερα, το ίδιο σκηνικό. Ο Έβρος φουσκώνει , τα χωράφια και τα σπίτια κατακλύζονται από τα ορμητικά νερά. Οι «αρμόδιοι» συσκέφτονται και στη συνέχεια παρακολουθούν με τρόμο και ανίκανοι να επέμβουν , την άνοδο της στάθμης του ποταμού και τις …μετεωρολογικές προβλέψεις στη Βουλγαρία. Οι πολιτικοί βγαίνουν στα μέσα ενημέρωσης, σε ρόλο δημοσιογράφου και μας πληροφορούν για τη στάθμη του ποταμού, για την ταχύτητα των νερών (εννοούν την παροχή) , για το ότι προέχει η προστασία της ζωής των πολιτών και ότι οι υπηρεσίες πολιτικής προστασίας είναι σε επιφυλακή. Αυτονόητα πράγματα δηλαδή που τα ακούμε κάθε χρόνο, από τους Επιμηθείς πολιτικούς , χωρίς ποτέ να ακούσουμε για τα μέτρα που παίρνονται ώστε να τιθασεύσουμε τη δύναμη των νερών, αποφεύγοντας τις καταστροφές και παράλληλα να αξιοποιήσουμε τον υγρό αυτόν πλούτο για την αποκατάσταση της υδρολογικής ισορροπίας.

Πολλές φορές έχω υποστηρίξει ότι οι τεράστιες ποσότητες νερού που χάνονται στη θάλασσα, αφήνοντας πίσω τους καταστροφές και απόγνωση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή πλούτου , αν αποθηκεύονταν για τους μήνες της ξηρασίας, σε τεχνικές κατακλυζόμενες παρέβριες εκτάσεις (τεχνητές λίμνες και τάφρους, σαν αυτήν που ξεκίνησε να κατασκευάζει ο στρατός, αλλά για άλλους λόγους). Υπολογίζεται ότι πάνω από 30.000.000 τόνους νερού θα είχαν στη διάθεσή τους οι αγρότες κάθε καλοκαίρι για τις καλλιέργειές τους, ιδιαίτερα στους κάμπους του νοτίου Έβρου, αντί για τις αλόγιστες αντλήσεις νερού από τον εξαντλημένο υδροφόρο ορίζοντα.

Αντιθέτως , χρόνια τώρα και μέσα στο πλαίσιο των πελατειακών σχέσεων, δόθηκαν στην εκμετάλλευση παραποτάμιες εκτάσεις που λειτουργούσαν ως πλημμυριζόμενες ζώνες ανακούφισης του ποταμού, όταν ξεχείλιζαν τα υπερβλητά αναχώματα. Σε αυτό βέβαια συντελούσε και η απέναντι τουρκική πλευρά, που «σήκωνε» τα δικά της αναχώματα, αναγκάζοντας και τους δικούς μας να πράξουν το ίδιο, για να μη δεχθούμε όλο τον όγκο των υδάτων της πλημμύρας.

Το δυστύχημα είναι ότι δεν ακούμε τους ειδικούς επιστήμονες, δεν ενδιαφερόμαστε για λύσεις οριστικές με βάση μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς , αλλά για πρόσκαιρες εμβαλωματικές λύσεις με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές. Έτσι δεν αποφασίζουμε να ασχοληθούμε σοβαρά με αυτό το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, αρκούμενοι στην απόδοση των ευθυνών , διότι ως γνωστόν πάντα «φταίει η Αθήνα» . Είναι απίστευτη η ευκολία με την οποία οι αιρετοί της αυτοδιοίκησης μεταθέτουν τις δικές τους ευθύνες αλλού, όπως συνέβη και με τις πρόσφατες πλημμύρες στην Αττική.

Φέτος άκουσα ότι το πρόβλημα είναι οι «αρμοδιότητες», οι οποίες έχουν ανατεθεί στην Ειδική Υπηρεσία Υδραυλικών Έργων , πράγμα που «δένει τα χέρια» των πολιτικών της Περιφέρειας. Φοβάμαι όμως ότι αυτό το πρόβλημα είναι απλά ένα πρόσχημα. Διότι είναι φυσικό η αρμοδιότητα αυτή, που αφορά το τεχνικό και επιστημονικό μέρος της υπόθεσης, να ανήκει στους ειδικούς επιστήμονες, τους έχοντες σχέση με την υδραυλική και την υδρολογία. Οι πολιτικές αποφάσεις όμως και ο σχεδιασμός για την υλοποίηση των έργων ανήκει, με βάση την αρχή της επικουρικότητας, στον που βρίσκεται πιο κοντά στο πρόβλημα , δηλαδή την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, με την υποστήριξη του υπερκείμενου επιπέδου ευθύνης που είναι το κράτος, με τους αποκεντρωμένους θεσμούς του. Στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει , εκτός από τεχνική υποστήριξη, να υπάρχει και η διπλωματική, λόγω της διακρατικής φύσης του ζητήματος.

Από την άποψη αυτή είναι αδιανόητο να μην έχει συνταχθεί μέχρι σήμερα μια συνολική μελέτη διαχείρισης των υδάτινων πόρων ολόκληρης της λεκάνης απορροής των ποταμών Έβρου, Άρδα, Ερυθροπόταμου, Τούντζα, Εργίνη και των υπόλοιπων παραποτάμων του Έβρου, που αποτελούν αυτό το πλούσιο υδρολογικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Είναι εγκληματικό να μην έχουν προβλεφθεί τόσα χρόνια τώρα, συστήματα διαχείρισης όλου αυτού του υδάτινου συστήματος, που κάθε χρόνο, αφού προκαλέσει τεράστιες ζημιές χύνεται στη θάλασσα, ενώ τις ξηρές μέρες του καλοκαιριού χρειαζόμαστε και την τελευταία σταγόνα. Είναι έλλειψη στοιχειώδους λογικής να μην έχουν εκτιμηθεί τα οικονομικά και κοινωνικά κόστη αυτής της άθλιας και χρόνιας αβελτηρίας, αλλά και οι καταστροφές στον υδροφόρο ορίζοντα, στο οικοσύστημα του Δέλτα του Έβρου και στις τουριστικές ακτές της Αλεξανδρούπολης.

Και ας μη μας πουν πάλι ότι δεν υπήρχαν χρήματα. Φαντασία και βούληση δεν υπήρχε, ενώ μεγάλα κονδύλια για αντιπλημμυρικά έργα «διοχετεύονταν» παλαιότερα από τη Νομαρχία για κατασκευές και διασκευές κτηρίων και άλλες άσχετες δαπάνες , χωρίς κανείς να διαμαρτύρεται. Μόνο τα χρήματα που ξοδεύαμε κάθε χρόνο σε αποζημιώσεις και σε καταστροφές των αναχωμάτων, πολλές φορές και εκούσιες, για να εκτονωθεί η πλημμύρα, αρκούσαν για να γίνουν οι μελέτες και τα έργα που απαιτούνται.

Η ολοκληρωμένη μελέτη του ζητήματος είναι απαραίτητη και για να περάσουμε στο δεύτερο στάδιο, που είναι η διακρατική συνεργασία. Μόνο με την αντιμετώπιση του προβλήματος από κοινού με την Βουλγαρία και την Τουρκία θα υπάρξει αποτέλεσμα. Η συνεργασία αυτή βέβαια θα δώσει και διέξοδο στο ζήτημα των μεγάλων οικονομικών πόρων που απαιτούνται. Τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διασυνοριακές συνεργασίες θα βρουν εδώ την πλήρη εφαρμογή τους και την πολλαπλή χρησιμότητα και αποτελεσματικότητά τους.

Δυστυχώς το όραμα και ο σχεδιασμός έλειψαν από τον τόπο μας. Αντιθέτως σχεδίαζαν «στρατηγικά σχέδια ανάπτυξης» τελείως ξένα προς τις πραγματικές ανάγκες και τα πλεονεκτήματα αυτού του τόπου, χωρίς επιστημονική συγκρότηση, χωρίς ίχνος φαντασίας και προοπτικής. Μας αρκούσε που μας ανέθεταν να «φυλάμε Θερμοπύλες», απέναντι στον «προαιώνιο εχθρό».

Αν λοιπόν μας έχει απομείνει έστω και λίγος ορθολογισμός στο μυαλό μας, ας προχωρήσουμε στην ριζική αντιμετώπιση του ζητήματος, όχι σαν έναν ετήσιο επαναλαμβανόμενο εφιάλτη, αλλά σαν μια ευλογία για την οικονομία και το περιβάλλον της περιοχής, αλλά και σαν μια μεγάλη ευκαιρία για συνεργασία με τους γείτονες σε ένα ειρηνικό και κοινά ωφέλιμο πεδίο.