άνθιμοςΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΡΑΪΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΑΣ
Ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου!

Σήμερα μέσα στὶς ἐκκλησίες, οἱ χριστιανοὶ σκεφτόμαστε καὶ προσπαθοῦμε νὰ κατανοήσουμε ἕνα «ξένο καὶ παράδοξο μυστήριο». Ποιὸ εἶν’ αὐτό; ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιατὶ ἤθελε νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό. Ὅμως ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἀδελφοί μας, ἴσως περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ δὲν εἶναι στοὺς Ναοὺς αὐτὴν τὴν ὥρα, ἐπειδὴ προτιμοῦν τὸν ὕπνο ἀπὸ τὸ ξύπνημα τῆς ὑπάρξεως, προτιμοῦν τὴν ὀσμὴ τῆς τσίκνας, ἀπὸ τὸ θυμίαμα τῆς προσευχῆς.

Ὅμως, ἂς τοὺς ἀφήσουμε ἐκείνους νὰ παλεύουν μὲ τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν νικήσουν. Ἐμεῖς ἂς προσπαθήσουμε νὰ παλέψουμε μὲ τὸ Θεό, ἐπιδιώκοντας νὰ νικηθοῦμε.

Ὕστερα ἀπὸ 20 αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ ἀκούστηκε ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων στὴ Βηθλεέμ, γιατὶ ἆραγε ὁ κόσμος μας βρίσκεται σ’ αὐτὴν τὴν κατάντια; Οἱ ἄγγελοι ἔψαλαν: «ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός, ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὴ γῆ ἂς ἐπικρατεῖ εἰρήνη, ποὺ εἶναι τόσο ἀρεστὴ στοὺς ἀνθρώπους». Μήπως ψέμματα ἔλεγαν οἱ ἄγγελοι; μάταιες ἐλπίδες ἦταν ὁ ὕμνος τους; ἄδικα ἐνανθρώπισε ὁ Θεός;

Ὄχι! Βεβαίως ὄχι! Προσέξτε ὅμως ἀκριβῶς τὰ λόγια τους: πρῶτα νὰ ἀποδοθεῖ ἡ «δόξα στὸν ὕψιστο Θεὸ» καὶ σὰν συνέπεια αὐτῆς τῆς δόξας, θὰ ἐπικρατήσει «ἐπὶ γῆς ἡ εἰρήνη». Τί σημαίνει ὅμως, «δόξα στὸν ὕψιστο Θεό»; πῶς λοιπόν, δοξάζεται ὁ Θεός;

Ὅταν ἀναγνωρισθοῦν ὅλοι οἱ ἀδύναμοι συνάνθρωποί μας, ὅταν προβληθοῦν ὅσοι εἶναι στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, ὅταν στεγνώσουν τὰ δάκρυα στὰ μάγουλα τῶν ἀδικημένων, ὅταν ἀξιοποιηθοῦν ὅσοι εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ μᾶς, τότε θὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός, ποὺ ἔχει ταχθεῖ ἀπ’ ἀρχῆς μὲ τὸ μέρος ὅλων αὐτῶν: «ἐλᾶτε σὲ μένα οἱ κουρασμένοι καὶ οἱ φορτωμένοι»• εἶπε, «ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ‘ρθοῦν σὲ μένα», «μακάριοι οἱ ταπεινοί, οἱ πρᾶοι, οἱ διωγμένοι, οἱ εἰρηνοποιοί, οἱ πενθοῦντες, οἱ φτωχοί», «…γυναῖκα δὲν σὲ κατακρίνω, φυλάξου ὅμως, μὴν ξαναμαρτήσεις» (Ἰω.8,11). Τότε δοξάζεται ὁ Θεός, ὅταν «ἐμεῖς οἱ δυνατοὶ σηκώνουμε τὰ βάρη καὶ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων» (Ρωμ.15,1).

Πῶς ἀλλιῶς δοξάζεται ὁ Θεός; ὅταν μάθουμε νὰ ἀνεχόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅταν ἀποδεχτοῦμε ὅτι δικαιοῦνται κάποιοι νὰ μὴν σκέφτονται ὅπως ἐμεῖς, ὅταν συναγωνιζόμαστε «ποιὸς θὰ δείξει περισσότερη ἐκτίμηση στὸν ἄλλο» (Ρωμ.12,10).

Ὁ Θεὸς δοξάζεται ὅταν τὰ λόγια μας δὲν εἶναι κοφτερὰ μαχαίρια: «τὰ λόγια μας ἢ θὰ μᾶς δικαιώσουν ἢ θὰ μᾶς καταδικάσουν» (Ματθ. 12,37), «ὅποιος ὀργισθεῖ κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, εἶναι ἔνοχος» (Ματθ.5,22), «συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφό σου» (Ματθ.5,24), «μὲ τὸ κριτήριο ποὺ κρίνετε θὰ κριθεῖτε, καὶ μὲ τὸ μέτρο ποὺ μετρᾶτε θὰ μετρηθεῖτε» (Ματθ. 7,1), «δῶστε τόπο στὴν ὀργή» (Ρωμ.12,19).

Ὅταν ζήσουμε ἔτσι, τότε θὰ δοξαστεῖ ὁ Θεός, τότε θὰ ἐπικρατήσει «ἐπὶ γῆς ἡ εἰρήνη», ποὺ τόσο τὴν λαχταρᾶμε.

Μέχρι τότε, ὁ Χριστὸς τῆς Βηθλεέμ θὰ μᾶς λέει μὲ παράπονο:

Μὲ ὀνομάζετε ὀδό, ἀλλὰ δὲν μὲ ἀκολουθεῖτε. Μὲ ὀνομάζετε χαρά, ἀλλὰ δὲν μὲ ἐπιθυμεῖτε. Μὲ ὀνομάζετε ἀλήθεια, ἀλλὰ ζεῖτε στὸ ψέμμα. Μὲ ὀνομάζετε φῶς, ἀλλὰ θαυμάζετε τὰ φωτάκια τοῦ κόσμου. Μὲ ὀνομάζετε ζωή, ἀλλὰ φοβᾶστε τὸν θάνατο. Μὲ ὀνομάζετε Κύριο, ἀλλὰ δὲν μὲ ἀκοῦτε.

Φτάσαμε στὰ Χριστούγεννα καὶ τάχα τὰ γιορτάζουμε, ὅμως ἡ καρδιά μας εἶναι ταραγμένη. Ἡ ταραχὴ αὐτὴ δὲν ὀφείλεται στὴν οἰκονομικὴ κρίση, ὄχι! Ἡ οἰκονομικὴ κρίση εἶναι γέννημα καὶ προϊὸν τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπὸ τὸ Χριστό. Αὐτὸς ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴ ζωή μας γι’ αὐτὸ ἀγριέψαμε οἱ ἄνθρωποι. Ἡ κρίση τῆς ἐποχῆς μας εἶναι κρίση τοῦ φωτός. Σβύνουν τὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ μαζί του, ὅσα πρόσωπα καὶ πράγματα φώτιζαν τὸν πλανήτη μας. Βυθίζεται ἡ ζωή μας στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, στὰ σκοτεινὰ πνίγεται ἡ χαρὰ τῶν ἀνθρώπων, σκοτεινὴ εἶναι ἡ πολιτική, ἡ οἰκονομία, ἡ κοινωνία, ἡ ποίηση καὶ ἡ λογοτεχνία. Σκοτεινοὶ εἶναι οἱ νόμοι ποὺ ψηφίζονται στὰ Κοινοβούλια τῶν δυτικῶν Χωρῶν καὶ τῆς Πατρίδος μας, ὁπότε τὸ μέλλον τῶν Εὐρωπαίων δὲν φαίνεται νὰ ἀτενίζει ἀνατολή.

Θὰ μὲ ρωτήσετε, τί ἆραγε μποροῦμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς;

Οἱ χριστιανοὶ δὲν ὠφελεῖ νὰ καταριόμαστε τὸ σκοτάδι. Ἂς ἀνάψουμε ἕνα κερί. Ὁ καθένας μας, ὅταν βλέπει σκοτάδι, ἂς ἀνάβει ἕνα κερί. Ὅποιος δὲν μπορεῖ, ἂς πάρει φῶς ἀπὸ τὸ κερὶ τοῦ διπλανοῦ του. Ὅταν κι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἂς πλησιάσουμε τὸ κερὶ κάποιου ἄλλου γιὰ νὰ φωτισθοῦμε. Ὅταν βλέπουμε γύρω μας τέρατα καὶ σημεῖα, ἂς μὴν πράττουμε κι ἐμεῖς παρόμοια. Ἂς ἀνάψουμε ἕνα κερί. Τὸ σκοτάδι δὲν ἀντιμάχεται τὸ σκοτάδι, ἀντίθετα, τὸ ἐνισχύει. Τὸ μῖσος δὲν ἀντιμάχεται τὸ μῖσος, ἀντίθετα τὸ ἐνισχύει. Τὴν καταστροφὴ δὲν τὴν ἀντιμάχεται ἡ καταστροφή, ἀντίθετα, τὴν ἐνισχύει. Ὅταν βλέπουμε τὸ σκότος, τὸ μῖσος καὶ τὴν καταστροφή, ἐμεῖς ἂς ἀνάβουμε ἕνα κερί. Μόνο τότε θὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τοῦ ἀστέρος τῆς Βηθλεέμ. Ἀλλοιῶς, θὰ μείνουμε κυήματα τῆς ἀβύσσου.

Μόνο ἔτσι, μόνο τότε, δοξάζεται ὁ Θεὸς καὶ ἔρχεται κοντά μας. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, φέρνει τὴν εἰρήνη. Καὶ ἡ εἰρήνη τῆς Βηθλεέμ δὲν εἶναι μιὰ κατάσταση, εἶναι ἕνα ὄνομα. Τὸ παιδὶ ποὺ μᾶς ἔστειλε ὁ Θεὸς στὴ Βηθλεέμ, μᾶς ἔμαθε νὰ φωνάζουμε τὸ Θεὸ μὲ τὰ λόγια «ἀββᾶ ὁ πατήρ». Στὴν ἀραμαϊκὴ γλῶσσα ἡ λέξη «ἀββᾶς» σημαίνει κάτι πιὸ τρυφερὸ ἀπὸ «πατέρας». Ἑρμηνεύεται ὡς «μπαμπᾶς», «πατερούλης». Αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ μας Θεοῦ, αὐτὴ ἡ σχέση, αὐτὴ ἡ συγγένεια μᾶς καθιστᾶ παιδιά του καὶ κληρονόμους του. Ἔτσι δοξάζεται ὁ Θεός, ἔτσι φωτίζεται ὁ κόσμος, ἔτσι ἐπικρατεῖ «ἐπὶ γῆς ἡ εἰρήνη».

Χρόνια πολλὰ ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς ἐν Κυρίῳ.
Καλὰ κι εὐλογημένα Χριστούγεννα

Εὐχέτης
Ὁ Μητροπολίτης σας
† Ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος